- γαλερός
- γαλερός, -ά, -όν (Α)εύθυμος, ιλαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη- (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) -ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. στυγ-ερός, κρατ-ερός κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γαλερός, Στυλιανός — (Καλονύχτι Ρεθύμνου 1874 – 1934). Οπλαρχηγός της Κρήτης, εθνικός αγωνιστής. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες για την απελευθέρωση του νησιού. Στην επανάσταση του Θερίσου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον χρησιμοποίησε σε εμπιστευτικές αποστολές. Το 1912… … Dictionary of Greek
γαλερόν — γαλερός cheerful masc acc sg γαλερός cheerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαρός — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek